βαθυρρείτης: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθυρρείτης:''' -ου, ὁ ([[ῥέω]]) = [[βαθύρροος]], Επικ. γεν., <i>βαθυρρείταο</i> σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''βᾰθυρρείτης:''' -ου, ὁ ([[ῥέω]]) = [[βαθύρροος]], Επικ. γεν., <i>βαθυρρείταο</i> σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαθυρρείτης:''' ου adj. m Hom., Hes. = [[βαθύρροος]].
}}
}}

Revision as of 17:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθυρρείτης Medium diacritics: βαθυρρείτης Low diacritics: βαθυρρείτης Capitals: ΒΑΘΥΡΡΕΙΤΗΣ
Transliteration A: bathyrreítēs Transliteration B: bathyrreitēs Transliteration C: vathyrreitis Beta Code: baqurrei/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ῥέω),

   A = βαθύρροος, Ep. gen. βαθυρρείταο Il.21.195, Hes.Th. 265.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθυρρείτης: -ου, ὁ, (ῥέω) =βαθύρροος, Ἐπ. γεν. βαθυρρείταο Ἰλ. Φ. 195, Ἡσ. Θεογ. 265.

French (Bailly abrégé)

ου (épq. -αo);
adj. m.
au courant profond.
Étymologie: βαθύς, ῥέω.

English (Autenrieth)

ᾶο (ῥέω): deep-flowing, deep-streaming; Ὠκεανός, Il. 21.195†.

Spanish (DGE)

(βᾰθῠρρείτης) -αο
que fluye por lo hondo del Océano Il.21.195, Hes.Th.265.

Greek Monolingual

βαθυρρείτης, ο (Α)
(για τον Ωκεανό) αυτός που έχει βαθύ ρεύμα, που είναι βαθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ρείτης < -ρεέτης < -ρεFέτης < ρέω (πρβλ. ακαλαρρείτης)].

Greek Monotonic

βᾰθυρρείτης: -ου, ὁ (ῥέω) = βαθύρροος, Επικ. γεν., βαθυρρείταο σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

βαθυρρείτης: ου adj. m Hom., Hes. = βαθύρροος.