βαρυπεσής: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρῠπεσής:''' -ές ([[πεσεῖν]]), αυτός που πέφτει [[βαριά]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''βᾰρῠπεσής:''' -ές ([[πεσεῖν]]), αυτός που πέφτει [[βαριά]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρυπεσής:''' тяжело падающий, тяжелый (ποδός [[ἀκμά]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 17:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρυπεσής Medium diacritics: βαρυπεσής Low diacritics: βαρυπεσής Capitals: ΒΑΡΥΠΕΣΗΣ
Transliteration A: barypesḗs Transliteration B: barypesēs Transliteration C: varypesis Beta Code: barupesh/s

English (LSJ)

ές,

   A heavy-falling, πούς A.Eu.369 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 434] ποδὸς ἀκμή, schwer fallend, Aesch. Eum. 347.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠπεσής: -ές, ὁ βαρέως πίπτων, πούς Αἰσχ. Εὐμ. 369.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui tombe lourdement.
Étymologie: βαρύς, πίπτω.

Greek Monotonic

βᾰρῠπεσής: -ές (πεσεῖν), αυτός που πέφτει βαριά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βαρυπεσής: тяжело падающий, тяжелый (ποδός ἀκμά Aesch.).