βρέξις: Difference between revisions

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βρέξις:''' -εως, ἡ ([[βρέχω]]), [[βρέξιμο]], ύγρανση, σε Ξεν.
|lsmtext='''βρέξις:''' -εως, ἡ ([[βρέχω]]), [[βρέξιμο]], ύγρανση, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''βρέξις:''' εως ἡ [[βρέχω]] смачивание Xen.
}}
}}

Revision as of 17:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρέξις Medium diacritics: βρέξις Low diacritics: βρέξις Capitals: ΒΡΕΞΙΣ
Transliteration A: bréxis Transliteration B: brexis Transliteration C: vreksis Beta Code: bre/cis

English (LSJ)

εως, ἡ, (βρέχω)

   A = βροχή, a wetting, X.Eq.5.9.

German (Pape)

[Seite 463] ἡ, das Benetzen, Xen. Hipparch. 5, 9.

Greek (Liddell-Scott)

βρέξις: -εως, ἡ, (βρέχω) = βροχή, βρέξιμον, ὕγρανσις, Ξεν. Ἱππ. 5, 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de mouiller.
Étymologie: βρέχω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
acción de mojar βλάπτει ... τὰς ὁπλὰς ἡ καθ' ἑκάστην ἡμέραν βρέξις X.Eq.5.9
remojo, inmersión en recetas, Gal.6.782, 787.

• Etimología: N. de acción en -σις de βρέχω q.u.

Greek Monotonic

βρέξις: -εως, ἡ (βρέχω), βρέξιμο, ύγρανση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βρέξις: εως ἡ βρέχω смачивание Xen.