γειοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γειοφόρος:''' -ον (γῆ, [[φέρω]]), αυτός που [[βαστά]] τη γη, σε Ανθ.
|lsmtext='''γειοφόρος:''' -ον (γῆ, [[φέρω]]), αυτός που [[βαστά]] τη γη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γειοφόρος:''' служащий для переноски земли (σκαφίδες Anth.).
}}
}}

Revision as of 17:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειοφόρος Medium diacritics: γειοφόρος Low diacritics: γειοφόρος Capitals: ΓΕΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: geiophóros Transliteration B: geiophoros Transliteration C: geioforos Beta Code: geiofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A earth-bearing, σκαφίδες AP6.297 (Phan.).

Greek (Liddell-Scott)

γειοφόρος: -ον, ὁ φέρων γῆν, σκαφίδες Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte de la terre.
Étymologie: γῆ, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον portador de tierra σκαφίδες AP 6.297 (Phan.).

Greek Monolingual

γειοφόρος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά χώματος.

Greek Monotonic

γειοφόρος: -ον (γῆ, φέρω), αυτός που βαστά τη γη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γειοφόρος: служащий для переноски земли (σκαφίδες Anth.).