γηΐτης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γηΐτης:''' συνηρ. [[γῄτης]], -ου, ὁ (γῆ), [[γεωργός]], [[καλλιεργητής]] της γης, σε Σοφ. | |lsmtext='''γηΐτης:''' συνηρ. [[γῄτης]], -ου, ὁ (γῆ), [[γεωργός]], [[καλλιεργητής]] της γης, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γηΐτης:''' стяж. [[γῄτης]], ου ὁ землепашец, пахарь Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A husbandman, S.Tr.32 (in contr. form γῄτης).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
par contr. γῄτης;
cultivateur.
Étymologie: γῆ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. γαΐτης Hdn.Gr.2.485, Hsch.; contr. γῄτης S.Tr.32
1 labrador, campesino, pequeño propietario S.l.c., Hdn.Gr.l.c., Hsch.
2 autóctono St.Byz.s.u. γῆ.
Greek Monolingual
γηΐτης ο (Α) γη
γεωργός, αγρότης.
Greek Monotonic
γηΐτης: συνηρ. γῄτης, -ου, ὁ (γῆ), γεωργός, καλλιεργητής της γης, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
γηΐτης: стяж. γῄτης, ου ὁ землепашец, пахарь Soph.