γλωσσαλγία: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλωσσαλγία:''' ἡ, ατέρμονη [[ομιλία]], [[πολυλογία]], [[φλυαρία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''γλωσσαλγία:''' ἡ, ατέρμονη [[ομιλία]], [[πολυλογία]], [[φλυαρία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''γλωσσαλγία:''' ἡ невоздержность на язык, болтливость Eur., Plut.
}}
}}

Revision as of 18:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλωσσαλγία Medium diacritics: γλωσσαλγία Low diacritics: γλωσσαλγία Capitals: ΓΛΩΣΣΑΛΓΙΑ
Transliteration A: glōssalgía Transliteration B: glōssalgia Transliteration C: glossalgia Beta Code: glwssalgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A endless talking, wordiness, E.Med. 525, Andr.689, Ph.2.165; but γλωτταργία, idleness of the tongue, σιωπὴν καὶ γ. ἡμῖν ἐπιβάλλει Luc.Lex.19.

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσαλγία: ἡ, ἀτελεύτητος, ὁμιλία, φλυαρία, Εὐρ. Μηδ. 525, Ἀνδρ. 690· μεταγεν. γλωτταργία Λουκ. Λεξιφ. 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
démangeaison de parler, bavardage sans fin.
Étymologie: γλῶσσα, ἀλγέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
locuacidad, charlatanería, prolijidad E.Med.525, Andr.689, Plu.2.510a, Ph.2.165, Ath.22e, Poll.6.119.

Greek Monolingual

η (AM γλωσσαλγία) γλώσσαλγος
η ακατάσχετη φλυαρία
νεοελλ.
πόνος στη γλώσσα.

Greek Monotonic

γλωσσαλγία: ἡ, ατέρμονη ομιλία, πολυλογία, φλυαρία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γλωσσαλγία: ἡ невоздержность на язык, болтливость Eur., Plut.