γενέτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γενέτωρ:''' -ορος, ὁ = [[γενέτης]], σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''γενέτωρ:''' -ορος, ὁ = [[γενέτης]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''γενέτωρ:''' ορος adj. m произведший на свет, породивший ([[πατήρ]] Eur.).<br />ορος ὁ<br /><b class="num">1)</b> родитель, отец Eur., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> пращур, предок Her.
}}
}}

Revision as of 18:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενέτωρ Medium diacritics: γενέτωρ Low diacritics: γενέτωρ Capitals: ΓΕΝΕΤΩΡ
Transliteration A: genétōr Transliteration B: genetōr Transliteration C: genetor Beta Code: gene/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = γενέτης, πόντος γ. νεφέων ἀνέμων τε Xenoph. 30.5, cf. Hdt.8.137; γ. πατήρ E.Ion136 (lyr.), cf. IG5(1).540 (Lacon.), 14.1565, Arist.Mu.397b21, 399a31; Ἀπόλλων ὁ γ. Id.Fr.489; Ἁδριανῷ γενέτορι IGRom.4.562 (Aezani).

Greek (Liddell-Scott)

γενέτωρ: -ορος, ὁ, = γενέτης, Ἡρόδ. 8. 137, Εὐρ. Ἴωνι 136, Συλλ. Ἐπιγρ. 1408, 6224, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 4 και 22· Ἀπόλλων ὁ γ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 447· Ἀδριανῷ γενέτορι Συλλ. Ἐπιγρ. 3841. (Πρὸς τὰ γενέτωρ, γενέτειρα, πρβλ. τὰ Λατ. genitor, genitrix, Σανσκρ. ganit âr, ganitî).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
1 père;
2 aïeul, ancêtre.
Étymologie: cf. lat. genitor.

Greek Monolingual

γενέτωρ (-ορος), ο (AM)
1. γεννήτωρ, πρόγονος
2. (για τους θεούς) ο προστάτης του γένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενέ-τωρ
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρίζας γεν- του γίγνομαι].

Greek Monotonic

γενέτωρ: -ορος, ὁ = γενέτης, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γενέτωρ: ορος adj. m произведший на свет, породивший (πατήρ Eur.).
ορος ὁ
1) родитель, отец Eur., Arst., Plut.;
2) пращур, предок Her.