δελφινίς: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(8)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δελφινίς]], η (Α) [[δελφίς]]<br /><b>φρ.</b> «[[τράπεζα]] [[δελφινίς]]» — [[τραπέζι]] με ανάγλυφα δελφίνια στα πόδια του.
|mltxt=[[δελφινίς]], η (Α) [[δελφίς]]<br /><b>φρ.</b> «[[τράπεζα]] [[δελφινίς]]» — [[τραπέζι]] με ανάγλυφα δελφίνια στα πόδια του.
}}
{{elru
|elrutext='''δελφῑνίς:''' ίδος adj. f имеющая вид дельфина или украшенная изображением дельфина ([[τράπεζα]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 18:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελφῑνίς Medium diacritics: δελφινίς Low diacritics: δελφινίς Capitals: ΔΕΛΦΙΝΙΣ
Transliteration A: delphinís Transliteration B: delphinis Transliteration C: delfinis Beta Code: delfini/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, τράπεζα, prob.

   A with dolphins for a base, Luc.Lex.7.

German (Pape)

[Seite 544] ίδος, ἡ, τράπεζα, ein delphischer Tisch von Stein mit drei Füßen, Luc. Lex. 7; nach dem Schol. mit Füßen in Delphinengestalt. S. δέλφιξ.

Greek (Liddell-Scott)

δελφῑνίς: ἡ, τράπεζα δ., πιθαν. ἡ ἔχουσα δελφῖνας ὡς βάσιν, Λουκ. Λεξιφ. 7.

French (Bailly abrégé)

τράπεζα (ἡ) : table à pieds en forme de queue de dauphin.
Étymologie: δελφίς.

Greek Monolingual

δελφινίς, η (Α) δελφίς
φρ. «τράπεζα δελφινίς» — τραπέζι με ανάγλυφα δελφίνια στα πόδια του.

Russian (Dvoretsky)

δελφῑνίς: ίδος adj. f имеющая вид дельфина или украшенная изображением дельфина (τράπεζα Luc.).