διαβουκολέω: Difference between revisions
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαβουκολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εξαπατώ]] με φρούδες ελπίδες, σε Λουκ. | |lsmtext='''διαβουκολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εξαπατώ]] με φρούδες ελπίδες, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαβουκολέω:''' обманывать тщетными надеждами (τινα Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A cheat with false hopes, Luc.DMort.5.2:—Med., διαβουκολεῖσθαί τινι beguile oneself with.., Them.Or.21.255d.
Greek (Liddell-Scott)
διαβουκολέω: ἀπατῶ μὲ ψευδεῖς ἐλπίδας, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 5. 2. - Μέσ., διαβουκολεῖσθαί τινι, ἐξαπατῶ ἐμαυτὸν μέ τι, θέλγομαι, Θεμίστ. 255D.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
repaître de vaines espérances ; Pass. se repaître, se délecter de, τινι.
Étymologie: διά, βουκολέω.
Spanish (DGE)
1 en v. act. embaucar αὐτούς Luc.DMort.15.2.
2 en v. med. entretenerse, dejarse seducir ἐάν τις ... διαβουκολῆται Ἀριστοτέλει καὶ Θεοφράστῳ Them.Or.21.255d.
Greek Monotonic
διαβουκολέω: μέλ. -ήσω, εξαπατώ με φρούδες ελπίδες, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διαβουκολέω: обманывать тщетными надеждами (τινα Luc.).