διαειπέμεν: Difference between revisions
From LSJ
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαειπέμεν:''' Επικ. αντί <i>δι-ειπεῖν</i>, απαρ. αορ. βʹ του [[διεῖπον]]. | |lsmtext='''διαειπέμεν:''' Επικ. αντί <i>δι-ειπεῖν</i>, απαρ. αορ. βʹ του [[διεῖπον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαειπέμεν:''' эп. inf. к [[διεῖπον]] I. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 31 December 2018
English (LSJ)
διαϝειπάμενος,
A v. διεῖπον.
German (Pape)
[Seite 577] ep. = διειπεῖν, Od. 4, 215.
Greek (Liddell-Scott)
διαειπέμεν: ἴδε ἐν λ. διεῖπον.
French (Bailly abrégé)
inf. épq. de διεῖπον.
English (Autenrieth)
see διεῖπον.
Spanish (DGE)
v. διαλέγω.
Greek Monotonic
διαειπέμεν: Επικ. αντί δι-ειπεῖν, απαρ. αορ. βʹ του διεῖπον.
Russian (Dvoretsky)
διαειπέμεν: эп. inf. к διεῖπον I.