διαφθαρτικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαφθαρτικός]] -ή, -όν (Α)<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]].
|mltxt=[[διαφθαρτικός]] -ή, -όν (Α)<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαφθαρτικός:''' губительный, гибельный, т. е. ядовитый ([[φάρμακον]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 18:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφθαρτικός Medium diacritics: διαφθαρτικός Low diacritics: διαφθαρτικός Capitals: ΔΙΑΦΘΑΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaphthartikós Transliteration B: diaphthartikos Transliteration C: diafthartikos Beta Code: diafqartiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A destructive, fatal, Arist.Pr.865a8, Poll.5.132.

German (Pape)

[Seite 611] ή, όν, verderblich, φάρμακον Poll. 5, 132.

Greek (Liddell-Scott)

διαφθαρτικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 1. 47, Πολυδ. Ε΄, 132.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
destructivo φάρμακον Arist.Pr.865a8, Poll.5.132, c. gen. δ. τῆς ψυχῆς Apollon.Lex.s.u. θυμοραϊστής.

Greek Monolingual

διαφθαρτικός -ή, -όν (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός.

Russian (Dvoretsky)

διαφθαρτικός: губительный, гибельный, т. е. ядовитый (φάρμακον Arst.).