διαστοιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαστοιβάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[στοιβάζω]], [[παραγεμίζω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[ανάμεσα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''διαστοιβάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[στοιβάζω]], [[παραγεμίζω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[ανάμεσα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαστοιβάζω:''' класть в промежуток, вставлять (διὰ [[τριήκοντα]] δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων Her.).
}}
}}

Revision as of 18:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστοιβάζω Medium diacritics: διαστοιβάζω Low diacritics: διαστοιβάζω Capitals: ΔΙΑΣΤΟΙΒΑΖΩ
Transliteration A: diastoibázō Transliteration B: diastoibazō Transliteration C: diastoivazo Beta Code: diastoiba/zw

English (LSJ)

   A stuff in between, Hdt.1.179.

German (Pape)

[Seite 604] dazwischen stopfen, τί τινος, Her. 1, 179.

Greek (Liddell-Scott)

διαστοιβάζω: μέλλ. -άσω, στοιβάζω, γεμίζω τὰ ἐν τῷ μεταξύ, Ἡρόδ. 1. 179.

French (Bailly abrégé)

insérer en guise de bourre.
Étymologie: διά, στοιβάζω.

Spanish (DGE)

interponer, intercalar διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων Hdt.1.179.

Greek Monolingual

διαστοιβάζω (Α)
στοιβάζω, γεμίζω το μεταξύ διάστημα.

Greek Monotonic

διαστοιβάζω: μέλ. -άσω, στοιβάζω, παραγεμίζω κάτι με κάτι ανάμεσα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διαστοιβάζω: класть в промежуток, вставлять (διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων Her.).