διασκοπέω: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, παρακ. <i>δι-έσκεμμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[βλέπω]] [[ολόγυρα]], [[εξετάζω]] ή [[υπολογίζω]] προσεκτικά, [[σταθμίζω]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης στη Μέσ., διασκοπεῖσθαι [[πρός]] τι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[συνεχίζω]] να [[παρακολουθώ]], σε Ξεν. | |lsmtext='''διασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, παρακ. <i>δι-έσκεμμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[βλέπω]] [[ολόγυρα]], [[εξετάζω]] ή [[υπολογίζω]] προσεκτικά, [[σταθμίζω]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης στη Μέσ., διασκοπεῖσθαι [[πρός]] τι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[συνεχίζω]] να [[παρακολουθώ]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασκοπέω:''' тж. med. досл. внимательно разглядывать, рассматривать, перен. обдумывать (τι Xen., τινα и περί τινος Plat.): ἀπεσιώπα διασκοπούμενος Plut. он умолк в раздумье. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 31 December 2018
English (LSJ)
(cf. διασκέπτομαι), fut. διασκέψομαι: aor. διεσκεψάμην: pf.
A διέσκεμμαι Ar.Ra.836, but διεσκέφθαι in pass.sense, Id.Th.687:— look at in different ways, examine or consider well, Hdt.3.38, E.Cyc. 557, etc.; ἑξῆς δ. τὸν λόγον Pl.R.350e, cf. Tht.168e; also δ. πρὸς ἑαυτόν Id.Chrm.160e; περὶ σφᾶς αὐτούς, περί τινος, Th.7.71, Pl.Phd. 61e; δ. περί τινος εἰ . . Arist.Pol.1272a26: c. gen., τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας D.C.58.7:—Med., πρὸς τὰ ἔξω διασκοπεῖσθαι Th.6.59: impf., Pl.Plt.259c. II abs., look round one, keep watching, μὴ ὁρῶνται X.Cyn.9.3.
German (Pape)
[Seite 602] = διασκέπτομαι, genau betrachten, erwägen; Thuc. 7. 48; Plat. Phaed. 61 e u. Folgde. Auch med., Phaed. 70 e, χρὴ διασκοπεῖσθαι; vgl. Plut. Alcib. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
examiner à fond, observer, étudier;
Moy. διασκοπέομαι-οῦμαι examiner avec soin.
Étymologie: διά, σκοπέω.
Spanish (DGE)
1 en sent. fís. mirar detenidamente, examinar con atención, inspeccionar διασκοπῶν ἥδομαι τὰς Λημνίας ἀμπέλους disfruto examinando mis viñas lemnias Ar.Pax 1161
•espiar ἅπασαν ... τῶν πολεμίων τὴν δύναμιν Procop.Pers.1.15.4
•abs. rebuscar, escudriñar τῷ λύχνῳ πάντῃ διασκοπῶμεν Ar.V.246, δ. σιωπῇ πανταχῇ Ar.Th.660, cf. Socr.Ep.14.6.
2 en sent. intelectual investigar, estudiar, ocuparse de en v. act. y med., c. ac. τοῦτον Pl.Ap.21c, τά τε δίκαια καὶ τὰ ἄδικα X.Mem.4.8.4, τὰ ἑξῆς διασκοπήσωμεν veamos lo que sigue Eus.PE 3.10.13, ταῦτα ἐν ἑαυτοῖς Epiph.Const.Haer.66.15.5, cf. 78.24.1, οὑτωσὶ τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.2.486, τὸ λυσιτελοῦν ἑκάστῳ SB 8028.7 (VI d.C.), cf. PMasp.321.8 (VI d.C.) en BL 4.15, ὃ νυνδὴ διεσκοπούμεθα Pl.Plt.259c, c. gen. τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας διεσκόπουν D.C.58.7.4, c. inf. διεσκεψάμεθα μέσην τινὰ τῷ πράγματι τάξιν ἐπινοῆσαι Iust.Nou.22.26 proem., c. interr. indir. περὶ σφᾶς αὐτοὺς καὶ ὅπῃ σωθήσονται διεσκόπουν se preocupaban de sí mismos y de la manera de salvarse Th.7.71, cf. 1.52, διασκοπούντων ἡμῶν ὅ τι χρὴ λέγειν Aeschin.2.21, πρὸς τὰ ἔξω ἅμα διεσκοπεῖτο εἴ ποθεν ἀσφάλειάν τινα ὁρῴη Th.6.59, τίς οὖν μετ' αὐτὸν θηρίων τυραννήσει διεσκοπεῖτο Babr.95.17, διεσκοπεῖτο πῶς ... Lib.Or.18.83.
3 recapacitar, reflexionar, hacer una indagación o examen c. giro prep. περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῖ Pl.Phd.61e, περὶ ταύτης τῆς δόξης Arist.EE 1217b16, πάνυ γε διασκοπῶν Alex.140.3, ὑπὲρ ὧν οὐ καιρὸς ἐν τῷ παρόντι διασκοπεῖν acerca de lo cual ahora no es el momento de discutir D.H.Lys.12.8, ἔδοξεν οὖν αὐτῷ διασκοπήσαντι σὺν τοῖς παρέδροις αὐτοῦ decidió pues, tras hacer un examen en profundidad con sus asesores Ach.Tat.7.12.1
•en v. med. mismo sent. ὑπὲρ ἁπάντων Luc.Gall.25, περὶ τούτων Hld.3.10.1, περὶ τῶν παρόντων Hld.8.5.4, cf. Pl.Phd.70c, Plu.Alc.10, Plot.4.3.18.
Greek Monotonic
διασκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, παρακ. δι-έσκεμμαι·
I. κοιτάζω προς διαφορετικές κατευθύνσεις, βλέπω ολόγυρα, εξετάζω ή υπολογίζω προσεκτικά, σταθμίζω, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης στη Μέσ., διασκοπεῖσθαι πρός τι, σε Θουκ.
II. απόλ., συνεχίζω να παρακολουθώ, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διασκοπέω: тж. med. досл. внимательно разглядывать, рассматривать, перен. обдумывать (τι Xen., τινα и περί τινος Plat.): ἀπεσιώπα διασκοπούμενος Plut. он умолк в раздумье.