δικέραιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκέραιος:''' -ον ([[κέρας]]), αυτός που έχει [[δύο]] κέρατα, σε Ανθ.
|lsmtext='''δῐκέραιος:''' -ον ([[κέρας]]), αυτός που έχει [[δύο]] κέρατα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δικέραιος:''' двурогий, с двумя остриями ([[στόρθυγξ]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 18:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικέραιος Medium diacritics: δικέραιος Low diacritics: δικέραιος Capitals: ΔΙΚΕΡΑΙΟΣ
Transliteration A: dikéraios Transliteration B: dikeraios Transliteration C: dikeraios Beta Code: dike/raios

English (LSJ)

ον,

   A twohorned, two-pointed, στόρθυγξ AP6.111 (Antip.(?)).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκέραιος: -ον, δύο κέρατα ἔχων. Ἀνθ. Π.6.111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.

Spanish (DGE)

(δῐκέραιος) -ον
de dos puntas, ahorquilladode la cuerna de ciervo AP 6.111 (Antip.Sid.).

Greek Monotonic

δῐκέραιος: -ον (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δικέραιος: двурогий, с двумя остриями (στόρθυγξ Anth.).