δικέραιος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῐκέραιος:''' -ον ([[κέρας]]), αυτός που έχει [[δύο]] κέρατα, σε Ανθ. | |lsmtext='''δῐκέραιος:''' -ον ([[κέρας]]), αυτός που έχει [[δύο]] κέρατα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δικέραιος:''' двурогий, с двумя остриями ([[στόρθυγξ]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A twohorned, two-pointed, στόρθυγξ AP6.111 (Antip.(?)).
Greek (Liddell-Scott)
δῐκέραιος: -ον, δύο κέρατα ἔχων. Ἀνθ. Π.6.111.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.
Spanish (DGE)
(δῐκέραιος) -ον
de dos puntas, ahorquilladode la cuerna de ciervo AP 6.111 (Antip.Sid.).
Greek Monotonic
δῐκέραιος: -ον (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δικέραιος: двурогий, с двумя остриями (στόρθυγξ Anth.).