δικτάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δικτάτωρ:''' [ᾱ], -ορος ή -ωρος, ὁ, [[Ρωμαίος]] [[dictator]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''δικτάτωρ:''' [ᾱ], -ορος ή -ωρος, ὁ, [[Ρωμαίος]] [[dictator]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''δικτάτωρ:''' ορος (ᾱ) ὁ (лат. [[dictator]]) диктатор Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 18:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτάτωρ Medium diacritics: δικτάτωρ Low diacritics: δικτάτωρ Capitals: ΔΙΚΤΑΤΩΡ
Transliteration A: diktátōr Transliteration B: diktatōr Transliteration C: diktator Beta Code: dikta/twr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος or ωρος, ὁ, Lat.

   A dictator, Plb.3.87.7, etc.: hence δικτᾱτωρ-εία, ἡ, the dictatorship, D.H.6.22 (δι-ία, Plu.Fab.3):

German (Pape)

[Seite 630] ορος, ὁ, der röm. Dictator, Pol. 3, 87 u. A. Bei D. Hal. 5, 73 u. öfter gen. δικτάτωρος.

Greek (Liddell-Scott)

δικτάτωρ: [ᾱ], ωρος, ὁ, ὁ παρὰ Ρωμαίοις dictator, Πολύβ. 3. 87, 7, κτλ.· ―δικτᾱτωρεύω, εἶμαι δικτάτωρ, Δίων Κ. 43. 1. δικτᾱτωρεία, ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ δικτάτωρος, Διον. Ἁλ. 6. 22· ἢ -ία Πλούτ. Φαβ. 3. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 134 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
= lat. dictator, dictateur à Rome.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ

• Morfología: [gen. -ωρος Plu.2.283b, 768a]
lat. dictator
1 dictador en Roma magistrado extraordinario nombrado en situaciones de emergencia, Plb.3.87.6, 103.4, D.S.12.80, Plu.Fab.10, ἐνιαυσίους ἄρχοντας ἀποδεῖξαι τὴν αὐτὴν ἔχοντας ἐξουσίαν τοῖς βασιλεῦσι, καλεῖν δ' αὐτοὺς δικτάτορας D.H.5.74, cf. Plu.Cam.18, de Sila ἐς ἀεὶ δ. γενόμενος App.BC 1.3, cf. IStratonikeia 505.105, 127 (I a.C.), Chronicum Romanum A 5, de Julio César SEG 34.177 (Atenas I a.C.), δ. τὸ δεύτερον SEG 14.561 (Quíos I a.C.), IP 379.4 (I a.C.), I.AI 14.190, δ. τ[ὸ τ] ρίτον IG 12(2).35b.7 (Mitilene I a.C.), δ. διὰ βίου SEG 39.1290.5 (Sardes I a.C.)
gener. dominador, que domina o gobierna Ῥώμης δικτάτορος οὔσης Orac.Sib.12.13.
2 como adj. dictatorial, de dictador δ. ἀρχή poder dictatorial, dictadura D.H.6.33, App.BC 3.25.

Greek Monolingual

ο
βλ. δικτάτορας.

Greek Monotonic

δικτάτωρ: [ᾱ], -ορος ή -ωρος, ὁ, Ρωμαίος dictator, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

δικτάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ (лат. dictator) диктатор Polyb., Plut.