δύσογκος: Difference between revisions
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσογκος:''' -ον, [[υπερβολικός]] σε όγκο, [[φορτικός]], [[ασήκωτος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''δύσογκος:''' -ον, [[υπερβολικός]] σε όγκο, [[φορτικός]], [[ασήκωτος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσογκος:''' непомерно тяжелый, обременительный ([[πλοῦτος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A overheavy, burdensome, πλοῦτος Plu.Aem.12.
German (Pape)
[Seite 685] lästig, πλοῦτος Plut. Aemil. 12.
Greek (Liddell-Scott)
δύσογκος: -ον, παραπολὺ βαρύς, ὀχληρός, πλοῦτος Πλούτ. Αἰμιλ. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très lourd.
Étymologie: δυσ-, ὄγκος.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de transportar, demasiado pesado πλοῦτος Plu.Aem.12.
Greek Monolingual
δύσογκος, -ον (Α)
πάρα πολύ βαρύς.
Greek Monotonic
δύσογκος: -ον, υπερβολικός σε όγκο, φορτικός, ασήκωτος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δύσογκος: непомерно тяжелый, обременительный (πλοῦτος Plut.).