Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκδιαίτησις: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδιαίτησις:''' -εως, ἡ, [[αλλαγή]], [[τροποποίηση]], [[μεταβολή]] συνηθειών, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐκδιαίτησις:''' -εως, ἡ, [[αλλαγή]], [[τροποποίηση]], [[μεταβολή]] συνηθειών, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδιαίτησις:''' εως ἡ отступление, отклонение (τῶν πατρίων [[ἐθῶν]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδῐαίτησις Medium diacritics: ἐκδιαίτησις Low diacritics: εκδιαίτησις Capitals: ΕΚΔΙΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: ekdiaítēsis Transliteration B: ekdiaitēsis Transliteration C: ekdiaitisis Beta Code: e)kdiai/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A change of habits, Ph.1.360, Plu.Alex.45: c.gen., τῶν πατρίων, τοῦ κατὰ φύσιν βίου, Ph.2.76, Plu.2.493c.

German (Pape)

[Seite 757] ἡ, die Aenderung der bisherigen, gewohnten Lebensart; καὶ μεταβολή Plut. Alex. 45; a. Sp.; τῶν πατρίων, die Abweichung von, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδιαίτησις: -εως, ἡ, μεταβολὴ ἕξεων, Πλουτ. Ἀλεξ. 45, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de s’écarter d’un régime ou d’une règle, changement d’habitudes.
Étymologie: ἐκδιαιτάομαι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 cambio de hábitos παντελὴς ἐ. Ph.1.360, c. gen. τῶν πατρίων Ph.2.76, cf. Plu.Cat.Ma.16, Agis 3, τοῦ κατὰ φύσιν βίου Plu.2.493c, ἡ ἐ. αὐτοῦ καὶ μεταβολή Plu.Alex.45, ὁ δὲ τρυφαῖς μαλακαῖς καὶ ἐκδιατήσεσι διαλυθεὶς ἐπανῄει Lex.Vind.86.3.
2 ἐ.· ἡ τρυφή Sud.

Greek Monolingual

ἐκδιαίτησις, η (Α)
μεταβολή έξεων και τρόπου ζωής.

Greek Monotonic

ἐκδιαίτησις: -εως, ἡ, αλλαγή, τροποποίηση, μεταβολή συνηθειών, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδιαίτησις: εως ἡ отступление, отклонение (τῶν πατρίων ἐθῶν Plut.).