ἐναιμήεις: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐναιμήεις:''' -εσσα, -εν, = το επόμ., σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐναιμήεις:''' -εσσα, -εν, = το επόμ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐναιμήεις:''' ήεσσα, ῆεν напитавшийся кровью или окровавленный (κέντρα μύωπος Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν, = sq.,
A κέντρα μύωπος AP6.233 (Maec.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναιμήεις: εσσα, εν, = τῷ ἑπόμ., Ἀνθ. Π. 6. 233.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
ensangrentado κέντρα τ' ἐναιμήεντα διωξίπποιο μύωπος AP 6.233 (Maec.).
Greek Monolingual
ἐναιμήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος με αίμα.
Greek Monotonic
ἐναιμήεις: -εσσα, -εν, = το επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναιμήεις: ήεσσα, ῆεν напитавшийся кровью или окровавленный (κέντρα μύωπος Anth.).