ἑλκωτικός: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(11) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑλκωτικός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>1.</b> [[ελκωματικός]]<br /><b>2.</b> [[ερεθιστικός]]. | |mltxt=[[ἑλκωτικός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>1.</b> [[ελκωματικός]]<br /><b>2.</b> [[ερεθιστικός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑλκωτικός:''' язвительный ([[δριμύτης]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,= ἑλκωματικός, Dsc.1.128.3: metaph.,
A exasperating, δριμύτης Plu.2.854c.
German (Pape)
[Seite 800] = ἑλκωματικός, Medic.; übtr., ἑλκ. καὶ δηκτικὴ δριμύτης, von der Komödie des Aristophanes, Plut. Ar. et Men. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκωτικός: -ή, -όν, = ἑλκωματικός, Διοσκ. 1. 183· μεταφ., δριμύς, Πλούτ. 2. 854C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à ulcérer.
Étymologie: ἑλκόω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 medic., farm. corrosivo, irritante, que produce ulceraciones ref. a medicamentos αἱ ἑλκωτικαὶ δυνάμεις Dsc.1.128.5, cf. 2.61.2, 62, Orib.12.σ.2, de la clemátide, Gal.12.31, c. gen. ὁ ὀπὸς ... ἑλκωτικός τε σωμάτων Dsc.1.128.3, cf. Gal.11.684
•fig. corrosivo, hiriente οἱ δ' Ἀριστοφάνους ἅλες ... ἑλκωτικὴν δριμύτητα καὶ δηκτικὴν ἔχουσι Plu.2.854c.
2 subst. ἡ ἑλκωτικὴ (sc. ἔμπλαστρος) emplasto cáustico, PMerton 12.15, 16, 18 (I d.C.).
Greek Monolingual
ἑλκωτικός, -ή, -όν (AM)
1. ελκωματικός
2. ερεθιστικός.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκωτικός: язвительный (δριμύτης Arph.).