ἐννυκτερεύω: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(12) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐννυκτερεύω]] (Α) [[νυκτερεύω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τη [[νύχτα]] σ' έναν [[τόπο]], [[διανυκτερεύω]]<br /><b>2.</b> (για ιατρικά παρασκευάσματα) [[παραμένω]] για μια [[νύχτα]] προκειμένου να ενεργήσω. | |mltxt=[[ἐννυκτερεύω]] (Α) [[νυκτερεύω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τη [[νύχτα]] σ' έναν [[τόπο]], [[διανυκτερεύω]]<br /><b>2.</b> (για ιατρικά παρασκευάσματα) [[παραμένω]] για μια [[νύχτα]] προκειμένου να ενεργήσω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐννυκτερεύω:''' (где-л.) проводить ночь, ночевать (ἐν τῇ χώρᾳ Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A pass the night in, ἐν τῇ χώρᾳ Plb.3.22.13: abs., Hld. 3.4. 2 stand for a night, of preparations, Dsc.2.76.9, Philum. ap. Orib.45.29.7, Gal.13.1046.
German (Pape)
[Seite 848] darin übernachten, schlafen; Pol. 3, 22, 13, ἐν τῇ χώρᾳ, Hel. 3, 4 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννυκτερεύω: ὡς τὸ ἐννυχεύω, διέρχομαι τὴν νύκτα ἔν τινι τόπῳ, νυκτερεύω, Πολύβ. 3. 22, 13.
Spanish (DGE)
1 de pers. pernoctar, pasar la noche ἐν τῇ χώρᾳ Plb.3.22.13, τῷ πελάγει Hld.5.17.5, ἐννυκτερεύειν ... τοῖς διηγήμασιν pasar la noche contando historias Hld.3.4.11.
2 farm., de preparados médicos reposar durante la noche ἔασον ἐννυκτερεῦσαι αὐτό Dsc.2.76.9, cf. Gal.13.1046, Philum. en Orib.45.29.7.
Greek Monolingual
ἐννυκτερεύω (Α) νυκτερεύω
1. περνώ τη νύχτα σ' έναν τόπο, διανυκτερεύω
2. (για ιατρικά παρασκευάσματα) παραμένω για μια νύχτα προκειμένου να ενεργήσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐννυκτερεύω: (где-л.) проводить ночь, ночевать (ἐν τῇ χώρᾳ Polyb.).