ἔξεδρος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔξεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που διαμένει [[μακριά]] απ' τον [[τόπο]] του, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[εκτός]], έξω από, [[μακριά]] από, σε Ευρ.· μεταφ., <i>ἔξεδροι φρενῶν λόγοι</i>, ανόητα [[λόγια]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται πουλιά που χρησιμεύουν ως οιωνοί, <i>ἔξ. χώραν ἔχειν</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἔξεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που διαμένει [[μακριά]] απ' τον [[τόπο]] του, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[εκτός]], έξω από, [[μακριά]] από, σε Ευρ.· μεταφ., <i>ἔξεδροι φρενῶν λόγοι</i>, ανόητα [[λόγια]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται πουλιά που χρησιμεύουν ως οιωνοί, <i>ἔξ. χώραν ἔχειν</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξεδρος:''' <b class="num">1)</b> находящийся вне дома, отсутствующий (φυγάδες ἔξεδροι χθονός Eur.): ἔ. γενόμενος ἐκ τῶν οἰκείων τόπων Arst. покинувший свои обычные места; ἔ. φρενῶν Eur. безумный; ἔξεδρον χώραν ἔχων [[ὄρνις]] Arph. нездешняя птица, предполож. зловещая;<br /><b class="num">2)</b> необычный, небывалый (ἔ. τῆς μοχθηρίας [[ὑπερβολή]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 20:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξεδρος Medium diacritics: ἔξεδρος Low diacritics: έξεδρος Capitals: ΕΞΕΔΡΟΣ
Transliteration A: éxedros Transliteration B: exedros Transliteration C: eksedros Beta Code: e)/cedros

English (LSJ)

ον, (ἕδρα)

   A away from home, opp. ἔντοπος, S.Ph.212 (lyr.); πνεῦμα ἔ. γενόμενον ἐκ τῶν οἰκείων τόπων Arist.Mu.395b32: metaph., strange, extravagant, Id.Rh.1406a31.    2 c. gen., out of, away from, χθονός E.IT80: metaph., ἔξεδροι φρενῶν λόγοι insensate words, Id.Hipp.935.    II of birds of omen, ἔ. χώραν ἔχειν to be out of a good (i.e. in an unlucky) quarter, Ar.Av.275 (nisi leg. χρόαν cum Sch.); ἔ. ὄρνιθες D.C. 37.25.

German (Pape)

[Seite 875] außerhalb seines Sitzes, fern von seinem Wohnsitz, Ggstz ἔντοπος, Soph. Phil. 212; ἔξεδροι χθονός Eur. I. T. 80; ἔξεδροι φρενῶν λόγοι Hipp. 935, wahnsinnige Reden; ὄρνις ἔξεδρον χώραν ἔχων Ar. Av. 275, nach dem Schol. aus Soph., so ἔξεδροι ὄρνιθες D. Cass. 37, 25; – ἔξεδρον γενόμενον ἐκ τῶν οἰκείων τόπ ων Arist. mund. 4; übertr., unpassend, nicht an seinem Orte, ὑπερβολή rhet. 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔξω τοῦ μέρους ἔνθα διαμένει τις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔντοπος, ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ’ ἔντοπος ἀνὴρ Σοφ. Φιλ. 212· μεταφ. = παράδοξος, ἀλλόκοτος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3. 2) μετὰ γεν., ἐκτός, μακρὰν ἀπό.., χθονὸς Εὐρ. Ι. Τ. 80· μεταφ., ἔξεδροι φρενῶν λόγοι, μωροί, ἀνόητοι λόγοι, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 935. ΙΙ. ἐπὶ οἰωνῶν, ἔξεδρον χώραν ἔχων, οὐχὶ εὐοίωνον, «ἐκ τῆς Σοφοκλέους δευτέρας Τυροῦς...» (Σχόλ.) Ἀριστοφ. Ὄρν. 275· ἔξεδροί τινες ὄρνιθες ἐπέπταντο Δίων Κ. 37. 25. Καθ’ Ἡσύχ. «ἔξεδρον· τὸν οὐκ αἴσιον οἰωνόν, οὐκ εὔθετον ὄρνιν, οὐκ ἐν δέοντι τὴν ἕδραν ἔχοντα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est hors de sa résidence, hors de sa demeure;
2 chassé de : χθονός EUR de son pays ; fig. φρενῶν EUR hors de son bon sens;
3 qui n’est pas à sa place ; déplacé, étrange.
Étymologie: ἐξ, ἕδρα.

Greek Monolingual

ἔξεδρος, -ον (Α) έδρα
1. έξω από τον τόπο διαμονής («ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ' ἔντοπος», Σοφ.)
2. ξένος, παράδοξος, αλλόκοτος («καὶ οὕτως ἔξεδρον τὴν τῆς μοχθηρίας υπερβολήν», Αριστοτ.)
3. (με γεν.) ο μακριά από κάτι
4. δυσοίωνος («ἔξεδροι ὄρνιθες», Δίων Κάσσ.).

Greek Monotonic

ἔξεδρος: -ον (ἕδρα),
I. 1. αυτός που διαμένει μακριά απ' τον τόπο του, σε Σοφ.
2. με γεν., εκτός, έξω από, μακριά από, σε Ευρ.· μεταφ., ἔξεδροι φρενῶν λόγοι, ανόητα λόγια, στον ίδ.
II. λέγεται πουλιά που χρησιμεύουν ως οιωνοί, ἔξ. χώραν ἔχειν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔξεδρος: 1) находящийся вне дома, отсутствующий (φυγάδες ἔξεδροι χθονός Eur.): ἔ. γενόμενος ἐκ τῶν οἰκείων τόπων Arst. покинувший свои обычные места; ἔ. φρενῶν Eur. безумный; ἔξεδρον χώραν ἔχων ὄρνις Arph. нездешняя птица, предполож. зловещая;
2) необычный, небывалый (ἔ. τῆς μοχθηρίας ὑπερβολή Arst.).