ἐξεπίτηδες: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξεπίτηδες:''' επίρρ., [[εξεπίτηδες]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη, εκ προθέσεως κακή [[διάθεση]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἐξεπίτηδες:''' επίρρ., [[εξεπίτηδες]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη, εκ προθέσεως κακή [[διάθεση]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεπίτηδες:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> (пред)намеренно, умышленно (ποιεῖν τι Arph., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> упорным трудом (εὑρεθείς Luc.);<br /><b class="num">3)</b> усердно, деятельно, ревностно (καταπλεῦσαι Arst.);<br /><b class="num">4)</b> со злым умыслом (ὑβρίζειν Dem.).
}}
}}

Revision as of 20:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεπίτηδες Medium diacritics: ἐξεπίτηδες Low diacritics: εξεπίτηδες Capitals: ΕΞΕΠΙΤΗΔΕΣ
Transliteration A: exepítēdes Transliteration B: exepitēdes Transliteration C: eksepitides Beta Code: e)cepi/thdes

English (LSJ)

Adv.

   A = ἐπίτηδες, on purpose, Hp.Art.47, Ar.Pl.916, Pl.Grg.461c, al., Men.Epit.328.    2 with malice prepense, D.21.56, 187, Phld.Lib.p.62 O.

German (Pape)

[Seite 877] ganz absichtlich, mit allem Fleiße; οὔκουν δικαστὰς ἐξ. ἡ πόλις ἄρχειν καθίστησιν; Ar. Plut. 916; Xenarch. com. Ath. VI, 225 (v. 10); κτώμεθα ἑταίρους, ἵνα Plat. Gorg. 461 c, öfter; προσκρούεσθαι ἀλλήλοις Din. 1, 99; Sp.; εὑρεῖν Luc. Alex. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεπίτηδες: Ἐπίρρ. = ἐπίτηδες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Ἀριστοφ. Πλ. 916, Πλάτ. Γοργ. 461C, κ. ἀλλ. 2) ἐξεπίτηδες, μὲ προμεμελετημένον κακὸν σκοπόν, Δημ. 532. 25., 575. 10.

French (Bailly abrégé)

adv.
à dessein.
Étymologie: ἐξ, ἐπίτηδες.

Greek Monolingual

και ξεπίτηδεςἐξεπίτηδες) επίτηδες
επίρρ.
1. σκόπιμα, εκ προθέσεως
2. με προμελετημένο και συνήθως κακό σκοπό.

Greek Monotonic

ἐξεπίτηδες: επίρρ., εξεπίτηδες, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη, εκ προθέσεως κακή διάθεση, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεπίτηδες: adv.
1) (пред)намеренно, умышленно (ποιεῖν τι Arph., Plat.);
2) упорным трудом (εὑρεθείς Luc.);
3) усердно, деятельно, ревностно (καταπλεῦσαι Arst.);
4) со злым умыслом (ὑβρίζειν Dem.).