ἐπισπείρω: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισπείρω:''' μέλ. <i>-σπερῶ</i>, [[σπέρνω]] με σπόρο, επισπέρνω, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπισπείρω:''' μέλ. <i>-σπερῶ</i>, [[σπέρνω]] με σπόρο, επισπέρνω, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισπείρω:''' <b class="num">1)</b> засевать, обсеменять (τόπον Her.);<br /><b class="num">2)</b> оплодотворять (τὸν [[νοῦν]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> перен. сыпать, изливать (μομφάν τινι Pind.).
}}
}}

Revision as of 20:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπείρω Medium diacritics: ἐπισπείρω Low diacritics: επισπείρω Capitals: ΕΠΙΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: epispeírō Transliteration B: epispeirō Transliteration C: epispeiro Beta Code: e)pispei/rw

English (LSJ)

   A sow with seed, ὁδόν Hdt.7.115; sow upon or among, τι ἐπὶ τὰ ἄνδηρα Thphr.CP3.15.4, cf. HP7.5.4; τινί τι Id.CP2.17.3 (Pass.): metaph., ἐ. μομφὰν ἀλιτροῖς Pi.N.8.39; σοφιστικὰ ζητήματα ταῖς ἐξηγήσεσι Gal.15.519 (v.l.).    2. sow again, with fresh seed, Thphr.CP2.17.10 (Pass.); sow after, ζιζάνια Ev.Matt.13.25.

German (Pape)

[Seite 981] daraufstreuen, nachsäen, Theophr.; τί, besäen, Her. 7, 115; übertr., μομφὰν ἀλιτροῖς Pind. N. 8, 39, d. i. tadeln.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπείρω: μέλλ. -σπερῶ, σπείρω, τὴν δὲ ὁδὸν ταύτην, τῇ βασιλεὺς Ξέρξης τὸν στρατὸν ἤλασε, οὔτε συγχέουσι Θρήϊκες οὔτ’ ἐπισπείρουσι Ἡρόδ. 7. 115· σπείρω ἐπί τινος, φυτοῖς δὲ οὖσι τοῖς τοιούτοις καὶ ἐπισπείρειν ἐπὶ τὰ ἄνδηρα δεῖ κριθὰς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15. 4· τινί τι αὐτόθι 2. 17, 3: ― μεταφ., ἐπ. μομφὰν ἀλιτροῖς Πινδ. Ν. 8. 67.

French (Bailly abrégé)

ensemencer, acc..
Étymologie: ἐπί, σπείρω.

English (Slater)

ἐπῐσπείρω
   1 sow, cast upon met. (ἐγὼ) αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς (N. 8.39)

Greek Monolingual

ἐπισπείρω (Α) σπείρω
1. σπέρνω ξανά ή επάνω σε κάποιον χώρο
2. κατηγορώ («μομφὰν δ’ ἐπισπείρων ἀλιτροῑς», Πίνδ.).

Greek Monotonic

ἐπισπείρω: μέλ. -σπερῶ, σπέρνω με σπόρο, επισπέρνω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπείρω: 1) засевать, обсеменять (τόπον Her.);
2) оплодотворять (τὸν νοῦν Plut.);
3) перен. сыпать, изливать (μομφάν τινι Pind.).