ἐπαναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπανᾱλίσκω:''' [[καταναλώνω]] [[ακόμη]] περισσότερο, <i>χρόνον</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''ἐπανᾱλίσκω:''' [[καταναλώνω]] [[ακόμη]] περισσότερο, <i>χρόνον</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰνᾱλίσκω:''' (сверх нужды) тратить, расточать (χρόνον Dem.).
}}
}}

Revision as of 20:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανᾱλίσκω Medium diacritics: ἐπαναλίσκω Low diacritics: επαναλίσκω Capitals: ΕΠΑΝΑΛΙΣΚΩ
Transliteration A: epanalískō Transliteration B: epanaliskō Transliteration C: epanalisko Beta Code: e)panali/skw

English (LSJ)

   A consume still more, [χρόνον] D.50.42: aor. 1 ἐπανάλωσα Hadr.Rh.p.45H.    II spend in addition, τὸ ἐπανᾱλωθέν IG 12(7).24 (Amorgos); but ἐπανηλωθέντος PCorn.1.88.

German (Pape)

[Seite 900] (s. ἀναλίσκω), noch dazu verwenden, χρόνον Dem. 50, 42, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰνᾱλίσκω: καταναλίσκω ἐπὶ πλέον, τοῦ χρόνου οὗ ἐπανήλωσεν ὑπὲρ αὐτῶν Δημ. 1219. 25., 1223. 13.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπανήλωσα, pf. ἐπανήλωκα;
dépenser plus qu’il ne faut, consumer, épuiser.
Étymologie: ἐπί, ἀναλίσκω.

Greek Monolingual

ἐπαναλίσκω (Α)
1. καταναλώνω παραπάνω
2. ξοδεύω, δαπανώ παραπάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αναλίσκω «καταναλώνω»].

Greek Monotonic

ἐπανᾱλίσκω: καταναλώνω ακόμη περισσότερο, χρόνον, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰνᾱλίσκω: (сверх нужды) тратить, расточать (χρόνον Dem.).