ἐπιστημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιστημοσύνη]]) [[επιστήμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[γνώση]] της επιστήμης με την οποία ασχολείται [[κανείς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιστήμη]], [[γνώση]].
|mltxt=η (AM [[ἐπιστημοσύνη]]) [[επιστήμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[γνώση]] της επιστήμης με την οποία ασχολείται [[κανείς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιστήμη]], [[γνώση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστημοσύνη:''' ἡ Diog. L. = [[ἐπιστήμη]].
}}
}}

Revision as of 20:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστημοσύνη Medium diacritics: ἐπιστημοσύνη Low diacritics: επιστημοσύνη Capitals: ΕΠΙΣΤΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: epistēmosýnē Transliteration B: epistēmosynē Transliteration C: epistimosyni Beta Code: e)pisthmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A skill, περὶ ., title of work by Xenocr. (D.L.4.13).

German (Pape)

[Seite 984] ἡ, = ἐπιστήμη, Poll. 4, 7; nach D. L. 4, 13 schrieb Xenocrates περὶ ἐπιστημοσύνης.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστημοσύνη: ἡ, = ἐπιστήμη, Ξενοκρ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 13.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιστημοσύνη) επιστήμων
νεοελλ.
η γνώση της επιστήμης με την οποία ασχολείται κανείς
αρχ.
επιστήμη, γνώση.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστημοσύνη: ἡ Diog. L. = ἐπιστήμη.