ἐπιφόρημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιφόρημα:''' -ατος, τό, στον πληθ., μερίδες, πιάτα που σερβίρονται επιπροσθέτως ή [[μετά]] από το κύριο [[γεύμα]], [[επιδόρπιο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐπιφόρημα:''' -ατος, τό, στον πληθ., μερίδες, πιάτα που σερβίρονται επιπροσθέτως ή [[μετά]] από το κύριο [[γεύμα]], [[επιδόρπιο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφόρημα:''' ατος τό блюдо, разносимое в конце трапезы, десерт Luc., pl. Her.
}}
}}

Revision as of 20:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφόρημα Medium diacritics: ἐπιφόρημα Low diacritics: επιφόρημα Capitals: ΕΠΙΦΟΡΗΜΑ
Transliteration A: epiphórēma Transliteration B: epiphorēma Transliteration C: epiforima Beta Code: e)pifo/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A dishes served up besides or after, dessert, Hdt.1.133, Ar.Fr.774, Archipp.9, etc. : in sg., Eudox.Com. 2, Luc.Lex.8.    2 offering at the grave, Iamb.VP27.122.

German (Pape)

[Seite 1001] τό, das Nachheraufgetragene, der Nachtisch, gew. im plur., vgl. Ath. XIV, 640 e; σίτοισι ὀλίγοισι χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι Her. 1, 133; Hesych. τραγήματα ἐπὶ τὸ δεῖπνον, s. Ἀβυδηνόν. Der sing., Luc. Lex. 8. – Das beim Begräbniß Dargebrachte, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφόρημα: τό, ἐν τῷ πληθ., πρόσθετα ἐδέσματα, τραγήματα μετὰ τὸ δεῖπνον, Ἡρόδ. 1. 133, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 610, Ἄρχιππ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 4 (παρ’ Ἀθην. 640F)· ἐν τῷ ἑνικῷ, Λουκ. Λεξιφ. 8, ἴδε ἐν λ. Ἄβυδος. 2) προσφορὰ ἐπὶ τοῦ τάφου, Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 122 (27).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
second service, dessert.
Étymologie: ἐπιφορέω.

Greek Monolingual

ἐπιφόρημα, τὸ (A) επιφορώ
1. στον πληθ. τὰ ἐπιφορήματα
πρόσθετα φαγητά μετά το δείπνο («σίτοισι δὲ ὀλίγοισι χρέονται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῑσι», Ηρόδ.)
2. προσφορά πάνω στον τάφο.

Greek Monotonic

ἐπιφόρημα: -ατος, τό, στον πληθ., μερίδες, πιάτα που σερβίρονται επιπροσθέτως ή μετά από το κύριο γεύμα, επιδόρπιο, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφόρημα: ατος τό блюдо, разносимое в конце трапезы, десерт Luc., pl. Her.