ἐρύθημα: Difference between revisions
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρύθημα:''' -ατος, τό, [[ερυθρότητα]], [[κοκκινίλα]] του δέρματος, σε Θουκ.· <i>ἐρ.προσώπου</i>, αναψοκοκκίνισμα, σε Ευρ.· απόλ., [[ερυθρότητα]], [[κοκκινάδα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐρύθημα:''' -ατος, τό, [[ερυθρότητα]], [[κοκκινίλα]] του δέρματος, σε Θουκ.· <i>ἐρ.προσώπου</i>, αναψοκοκκίνισμα, σε Ευρ.· απόλ., [[ερυθρότητα]], [[κοκκινάδα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρύθημα:''' ατος (ῠ) τό<br /><b class="num">1)</b> краснота (Arst.; τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ [[φλόγωσις]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> рыжая масть ([[λαγώ]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> румянец (προσώπου Eur., Plut. и ἐπὶ τοῦ προσώπου Luc.): ὑποπλησθεὶς ἐρυθήματος, Plut. зарумянившийся, зардевшийся. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A redness or flush upon the skin, Hp.Aph.7.49, Th.2.49 (pl.) ; ἐ. προσώπου blush, E.Ph.1488 (lyr.), Hp.Acut.(Sp.)6(pl.) ; ἐ. ῥόδων φέρειν Aristaenet.1.10: abs., redness, X.Cyn.5.18 ; blush, Chaerem.1.4. II concrete, ἐρύθημα ἱματίων scarlet garments, LXXIs.63.1.
German (Pape)
[Seite 1036] τό, die Röthe, Xen. Cyn. 6, 18; τοῦ προσώπου Eur. Phoen. 1488; auch ἐπὶ προσώπου, ἐπὶ παρειῶν, Hippocr.; Luc. D. Mort. 1, 3; sowohl von der rothen Hautfarbe als von der Schamröthe; auch Röthe der Entzündung, Medic.; καὶ φλόγωσις τῶν ὀφθαλμῶν Thuc. 2, 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρύθημα: τό, (ἐρῠθαίνω) ἐρυθρότης, «κοκκινάδα» ἐπὶ τοῦ δέρματος, Ἱππ. Ἀφορ. 1260, Θουκ. 2. 49˙ ἐρ. προσώπου, τὸ κυρίως προερχόμενον ἐξ αἰδοῦς, κοκκίνισμα, Εὐρ. Φοιν. 1488, πρβλ. Ἱππ. 397: - ἀπολ., ἐρυθρότης, κοκκινάδα, Ξεν. Κύρ. 5, 18˙ «αἰδὼς δ’ ἐπερρύθμιζεν ἠπιώτατον ἐρύθημα λαμπρῷ προστιθεῖσα χρώματι» Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 rougeur de la peau, du visage;
2 rougeur maladive, inflammation.
Étymologie: ἐρυθαίνω.
Greek Monolingual
το (AM ἐρύθημα) ερυθαίνομαι
1. κοκκίνισμα, υπεραιμία του δέρματος του προσώπου που προέρχεται από ντροπή, αιδώ, οργή κ.λπ.
2. υπεραιμία του δέρματος που οφείλεται σε διάφορα παθολογικά αίτια
αρχ.
το κόκκινο χρώμα («ἐρύθημα ἱματίων», ΠΔ).
Greek Monotonic
ἐρύθημα: -ατος, τό, ερυθρότητα, κοκκινίλα του δέρματος, σε Θουκ.· ἐρ.προσώπου, αναψοκοκκίνισμα, σε Ευρ.· απόλ., ερυθρότητα, κοκκινάδα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐρύθημα: ατος (ῠ) τό
1) краснота (Arst.; τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις Thuc.);
2) рыжая масть (λαγώ Xen.);
3) румянец (προσώπου Eur., Plut. и ἐπὶ τοῦ προσώπου Luc.): ὑποπλησθεὶς ἐρυθήματος, Plut. зарумянившийся, зардевшийся.