εὐγήρως: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
(14)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐγήρως]], πληθ. εὔγηροι, -ων, εὔγηρα) (Α)<br />αυτός που περνάει καλά [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γηρως</i> (-<i>ος</i>) (<span style="color: red;"><</span> [[γήρας]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[γήρως]].
|mltxt=[[εὐγήρως]], πληθ. εὔγηροι, -ων, εὔγηρα) (Α)<br />αυτός που περνάει καλά [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γηρως</i> (-<i>ος</i>) (<span style="color: red;"><</span> [[γήρας]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[γήρως]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐγήρως:''' ων adj. наслаждающийся счастливой старостью Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 21:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγήρως Medium diacritics: εὐγήρως Low diacritics: ευγήρως Capitals: ΕΥΓΗΡΩΣ
Transliteration A: eugḗrōs Transliteration B: eugērōs Transliteration C: evgiros Beta Code: eu)gh/rws

English (LSJ)

ων,

   A enjoying a green old age, Arist.Rh.1361b28, Call.Epigr. 41.6, Epigr.Gr.223.2 (Milet.), Ph.1.515, al.: nom. pl. εὔγηροι Hp.Vict. 1.32, Arist.HA615a33: neut. εὔγηρα Hp.Art.58.

German (Pape)

[Seite 1059] von glücklichem Alter, ὁ, der glückliche Greis, Arist. rhet. 1, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγήρως: -ων, ὁ εὐτυχὲς διερχόμενος γῆρας, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ταχυγήρως, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 1 5, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 41, Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2892· πληθ. ὀνομαστ. εὔγηροι ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 3· οὐδ. εὔγηρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825. - Παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται Ὑπερθετ. «εὐγηρότατος· καλῶς γηρῶν».

Greek Monolingual

εὐγήρως, πληθ. εὔγηροι, -ων, εὔγηρα) (Α)
αυτός που περνάει καλά γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γηρως (-ος) (< γήρας), πρβλ. α-γήρως.

Russian (Dvoretsky)

εὐγήρως: ων adj. наслаждающийся счастливой старостью Arst., Plut.