ἐρημοφίλης: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρημοφίλης:''' [ῐ], -ου, ὁ ([[φιλέω]]), αυτός που αγαπά την [[απομόνωση]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐρημοφίλης:''' [ῐ], -ου, ὁ ([[φιλέω]]), αυτός που αγαπά την [[απομόνωση]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρημοφίλης:''' дор. [[ἐρημοφίλας|ἐρημοφίλᾱς]], ου ὁ любящий одиночество Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ,
A loving solitude, AP9.396(Paul. Sil.), APl.4.256.
German (Pape)
[Seite 1027] ὁ, die Einsamkeit liebend, Paul. Sil. 72 (IX, 396); Ep. ad. 236 (Plan. 256).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρημοφίλης: ῐ, ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐρημίαν, Ἀνθ. Π. 9. 396, Πλαν. 256.
Greek Monolingual
ἐρημοφίλης, ὁ (AM)
αυτός που αγαπά την ερημιά, τη μοναξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + -φίλης (< φιλώ)
πρβλ. παιδο-φίλης].
Greek Monotonic
ἐρημοφίλης: [ῐ], -ου, ὁ (φιλέω), αυτός που αγαπά την απομόνωση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρημοφίλης: дор. ἐρημοφίλᾱς, ου ὁ любящий одиночество Anth.