εὔκαμπτος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκαμπτος]], -ον)<br />αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο [[ευλύγιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ευέλικτος]], αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κουράζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καμπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκαμπτος]], -ον)<br />αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο [[ευλύγιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ευέλικτος]], αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κουράζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καμπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκαμπτος:''' легко загибающийся, гибкий ([[θρίξ]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 21:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκαμπτος Medium diacritics: εὔκαμπτος Low diacritics: εύκαμπτος Capitals: ΕΥΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: eúkamptos Transliteration B: eukamptos Transliteration C: eykamptos Beta Code: eu)/kamptos

English (LSJ)

ον,

   A flexible, Sapph.Supp. 5.13, Arist. PA692a2.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht zu biegen, Hippocr. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκαμπτος: -ον, εὐκόλως καμπτόμενος, εὐλύγιστος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4, 11, 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκαμπτος, -ον)
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο ευλύγιστος
νεοελλ.
ο ευέλικτος, αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα
αρχ.
αυτός που κουράζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπτός (< κάμπτω)].

Russian (Dvoretsky)

εὔκαμπτος: легко загибающийся, гибкий (θρίξ Arst.).