εὐκάθεκτος: Difference between revisions
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐκάθεκτος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δαμάζεται, αναχαιτίζεται εύκολα, σε Ξεν. | |lsmtext='''εὐκάθεκτος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δαμάζεται, αναχαιτίζεται εύκολα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκάθεκτος:''' легко удерживаемый в повиновении (ταπεινότατος καὶ εὐκαθεκτότατος Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easy to keep under or restrain, X.Cyr.7.5.69 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1073] leicht zurückzuhalten, zu regieren, Xen. Cyr. 7, 5, 69.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκάθεκτος: -ον, εὐχερῶς κατεχόμενος, περιοριζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 69.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à contenir, à diriger;
Sp. εὐκαθεκτότατος.
Étymologie: εὖ, κατέχω.
Greek Monolingual
εὐκάθεκτος, -ον (Α)
αυτός που διοικείται ή αναχαιτίζεται εύκολα («ὅπως ὅτι ταπεινότατοι καὶ εὐκαθεκτότατοι εἶεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθεκτός < κατέχω.
Greek Monotonic
εὐκάθεκτος: -ον (κατέχω), αυτός που δαμάζεται, αναχαιτίζεται εύκολα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐκάθεκτος: легко удерживаемый в повиновении (ταπεινότατος καὶ εὐκαθεκτότατος Xen.).