ἐχέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐχέτης:''' -ου, ὁ, = <i>ὁ ἔχων</i>, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, [[πλούσιος]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἐχέτης:''' -ου, ὁ, = <i>ὁ ἔχων</i>, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, [[πλούσιος]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχέτης:''' ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind.
}}
}}

Revision as of 21:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέτης Medium diacritics: ἐχέτης Low diacritics: εχέτης Capitals: ΕΧΕΤΗΣ
Transliteration A: echétēs Transliteration B: echetēs Transliteration C: echetis Beta Code: e)xe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ὁ ἔχων, man of substance, Pi.Fr.304.

German (Pape)

[Seite 1124] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πινδ. Ἀποσπ. 273.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui possède.
Étymologie: ἔχω.

Greek Monolingual

ἐχέτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ-του έχω (I) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευν-έτης, οφειλ-έτης)].

Greek Monotonic

ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, πλούσιος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχέτης: ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind.