ἡβηδόν: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡβηδόν:''' επίρρ., από τη νεανική [[ηλικία]] και πάνω, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἡβηδόν:''' επίρρ., από τη νεανική [[ηλικία]] και πάνω, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡβηδόν:''' adv. по достижении возмужалости, в зрелом возрасте: πάντες ἡ. Her., Luc. или οἱ [[ἄνδρες]] ἡ. Diod. все достигшее зрелости, т. е. способное носить оружие взрослое мужское население.
}}
}}

Revision as of 21:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡβηδόν Medium diacritics: ἡβηδόν Low diacritics: ηβηδόν Capitals: ΗΒΗΔΟΝ
Transliteration A: hēbēdón Transliteration B: hēbēdon Transliteration C: ividon Beta Code: h(bhdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A from the youth upwards, ἅπαντες ἡβηδόν Hdt.1.172, cf. 6.21, Luc.Vit.Auct.14,al.; ἄξιον Ἐφεσίοις ἡ. ἀπάγξασθαι Heraclit.121; τοὺς ἄνδρας ἡ. ἀποσφάξαι D.S.3.54, cf. D.H.2.16,al.

German (Pape)

[Seite 1149] jugendlich; ἐνδύντες τὰ ὅπλα πάντες ἡβηδόν Her. 1, 172, indem alle, die im Jugendalter standen, die ganze waffenfähige Mannschaft, die Waffen ergriffen; Μιλήσιοι πάντες ἡβηδὸν ἀπεκείραντο τὰς κεφαλάς 6, 21, die ganze Jugend schor sich den Kopf; Sp., τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι D. Sic. 3, 54; ἐγὼ δὲ κέλομαι πᾶσιν ἡβηδὸν οἰμώζειν Luc. vit. auct. 14; Tim. 37; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἡβηδόν: ἐπίρρ., ἀπὸ τῆς νεανικῆς ἡλικίας καὶ ἐπάνω, πάντες ἡβηδὸν Ἡρόδ. 1. 172., 6. 21, πρβλ. Λουκ. Β. Πρ. 14 κ. ἀλλ.˙ τοὺς ἄνδρας ἡβ. ἀποσφάξαι Διόδ. 3. 54.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans l’âge de la jeunesse, dans l’âge où l’on porte les armes.
Étymologie: ἥβη, -δον.

Greek Monolingual

ἡβηδόν (Α)
επίρρ.
1. κατά την εφηβική ηλικία («ἅπαντες ἡβηδόν», Ηρόδ.)
2. από την εφηβική ηλικία και πάνω («τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + κατάλ. επιρρ. -δόν (πρβλ. βαθμη-δόν, σχε-δόν)].

Greek Monotonic

ἡβηδόν: επίρρ., από τη νεανική ηλικία και πάνω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἡβηδόν: adv. по достижении возмужалости, в зрелом возрасте: πάντες ἡ. Her., Luc. или οἱ ἄνδρες ἡ. Diod. все достигшее зрелости, т. е. способное носить оружие взрослое мужское население.