εὐσταθέω: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(4) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐσταθέω:''' είμαι [[σταθερός]], [[ευσταθής]], σε Ευρ.· είμαι [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Λουκ. | |lsmtext='''εὐσταθέω:''' είμαι [[σταθερός]], [[ευσταθής]], σε Ευρ.· είμαι [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐστᾰθέω:''' <b class="num">1)</b> пребывать в спокойном состоянии (εὐσταθοῦν τὸ [[πέλαγος]] Luc.; οὐκ εὐσταθοῦσι οἱ ὄρνιθες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> находиться в здоровом состоянии ([[σῶμα]] εὐσταθοῦν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> быть благосклонным ([[ὅταν]] πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be steady, stable, ὅταν πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες are favourable, E.Rh.317; εὐ. ταῖς διανοίαις D.H.6.51; εὐστάθει rest in peace! in an epitaph, IG14.1464; to be calm, tranquil, of the sea, Luc.VH1.30; οὐκ εὐ. οἱ ὄρνιθες Plu.2.281b. 2 enjoy sound, stable health, εὐ. καὶ ὑγιαίνειν Epicur.Fr.68, cf. 413, Sor.1.87, Herod. Med. ap. Orib.7.8.1. 3 of cities or countries, enjoy tranquillity, εὐσταθοῦσα βασιλεία OGI56.19 (Canopus, Ptol. III); τὴν πόλιν εὐ. SIG 708.37 (Istropolis, ii B.C.), cf. App.Hisp.9.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσταθέω: εἶμαι εὐσταθής, σταθερός, ὅταν πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες, ὅταν ὦσιν εὐνοϊκοί, Εὐρ. Ρῆσ. 315∙ εὐστ. ταῖς διανοίαις Διον. Ἁλ. 6. 51∙ εἶμαι ἤρεμος, γαλήνιος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30, πρβλ. Πλούτ. 2. 281Β. 2) εἶμαι ὑγιὴς κατά τε τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, λέξις τῶν Ἐπικουρείων, ὁ αὐτ. 2. 1090Α∙ ἐπὶ χώρας, Ἀππ. Ἰβηρ. 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être ferme, consistant, bien équilibré;
2 être calme.
Étymologie: εὐσταθής.
Greek Monotonic
εὐσταθέω: είμαι σταθερός, ευσταθής, σε Ευρ.· είμαι ήρεμος, γαλήνιος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐστᾰθέω: 1) пребывать в спокойном состоянии (εὐσταθοῦν τὸ πέλαγος Luc.; οὐκ εὐσταθοῦσι οἱ ὄρνιθες Plut.);
2) находиться в здоровом состоянии (σῶμα εὐσταθοῦν Plut.);
3) быть благосклонным (ὅταν πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες Eur.).