ἡμίγυμνος: Difference between revisions
From LSJ
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμίγυμνος:''' -ον, μισοντυμένος, [[ημίγυμνος]], σε Λουκ.· ομοίως, <i>ἡμιγύναιος</i>, <i>-ον</i>, σε Σουΐδ.· [[ἡμίγυνος]], <i>-ον</i>, σε Συνέσ. | |lsmtext='''ἡμίγυμνος:''' -ον, μισοντυμένος, [[ημίγυμνος]], σε Λουκ.· ομοίως, <i>ἡμιγύναιος</i>, <i>-ον</i>, σε Σουΐδ.· [[ἡμίγυνος]], <i>-ον</i>, σε Συνέσ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμίγῠμνος:''' полунагой Luc., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A half-naked, Luc.DMar.14.3, Arr.Ind.24.8.
German (Pape)
[Seite 1167] halb nackt, Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίγυμνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ γυμνός, Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 14. 3, Ἀρριαν. Ἰνδ. 24. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié nu.
Étymologie: ἡμι-, γυμνός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίγυμνος, -ον)
ο εν μέρει γυμνός, μισόγυμνος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ημίγυμνο
η κατάσταση του ημίγυμνου.
Greek Monotonic
ἡμίγυμνος: -ον, μισοντυμένος, ημίγυμνος, σε Λουκ.· ομοίως, ἡμιγύναιος, -ον, σε Σουΐδ.· ἡμίγυνος, -ον, σε Συνέσ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίγῠμνος: полунагой Luc., Plut.