θεραπηΐη: Difference between revisions
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θερᾰπηΐη:''' ἡ, Ιων. αντί [[θεραπεία]]. | |lsmtext='''θερᾰπηΐη:''' ἡ, Ιων. αντί [[θεραπεία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θερᾰπηΐη:''' ἡ ион. = [[θεραπεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Ion. for θεραπεία (q.v.):—also θεραπηΐας: βωμολοχίας, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1200] ἡ, ion., = θεραπεία, Dienerschaft, s. oben.
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰπηΐη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ θεραπεία, Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θεραπεία.
Greek Monotonic
θερᾰπηΐη: ἡ, Ιων. αντί θεραπεία.
Russian (Dvoretsky)
θερᾰπηΐη: ἡ ион. = θεραπεία.