θεώτερος: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεώτερος:''' -α, -ον, συγκρ. του [[θεός]], περισσότερο [[θεϊκός]]· βλ. [[θεός]]. | |lsmtext='''θεώτερος:''' -α, -ον, συγκρ. του [[θεός]], περισσότερο [[θεϊκός]]· βλ. [[θεός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεώτερος:''' Hom. compar. к [[θεός]] II. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. θεός 111.
German (Pape)
[Seite 1206] compar. von θεός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
θεώτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ θεός, θειότερος, μᾶλλον θεῖος, ἴδε θεὸς ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
v. θεός.
English (Autenrieth)
divine, for the gods, i. e. rather than for men, of the two entrances (cf. θηλύτερος), πύλαι, Od. 13.111†.
Greek Monotonic
θεώτερος: -α, -ον, συγκρ. του θεός, περισσότερο θεϊκός· βλ. θεός.
Russian (Dvoretsky)
θεώτερος: Hom. compar. к θεός II.