θεώτερος

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεώτερος Medium diacritics: θεώτερος Low diacritics: θεώτερος Capitals: ΘΕΩΤΕΡΟΣ
Transliteration A: theṓteros Transliteration B: theōteros Transliteration C: theoteros Beta Code: qew/teros

English (LSJ)

v. θεός III.

German (Pape)

[Seite 1206] compar. von θεός, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

v. θεός.

Russian (Dvoretsky)

θεώτερος: Hom. compar. к θεός II.

Greek (Liddell-Scott)

θεώτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ θεός, θειότερος, μᾶλλον θεῖος, ἴδε θεὸς ΙΙΙ.

English (Autenrieth)

divine, for the gods, i. e. rather than for men, of the two entrances (cf. θηλύτερος), πύλαι, Od. 13.111†.

Greek Monotonic

θεώτερος: -α, -ον, συγκρ. του θεός, περισσότερο θεϊκός· βλ. θεός.

Middle Liddell

θεώτερος, η, ον [comp. of θεός,]
more divine: v. θεός.