θήρευμα: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θήρευμα:''' -ατος, τό ([[θηρεύω]]), = [[θήραμα]], [[κυνήγι]], [[λεία]], [[θήραμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''θήρευμα:''' -ατος, τό ([[θηρεύω]]), = [[θήραμα]], [[κυνήγι]], [[λεία]], [[θήραμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θήρευμα:''' ατος τό (= [[θήραμα]])<br /><b class="num">1)</b> охотничья добыча, улов ([[σπάνιον]] θ. [[λαβεῖν]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> pl. охота: τὰ πεζὰ θηρεύματα Plat. охота на сухопутных зверей.
}}
}}

Revision as of 21:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θήρευμα Medium diacritics: θήρευμα Low diacritics: θήρευμα Capitals: ΘΗΡΕΥΜΑ
Transliteration A: thḗreuma Transliteration B: thēreuma Transliteration C: thirevma Beta Code: qh/reuma

English (LSJ)

ατος, τό, (θηρεύω)

   A spoil, prey, S.Ichn.285, E.IA1162.    II pl., hunting, Pl.Lg.823b.

German (Pape)

[Seite 1209] τό, = θήραμα, Eur. I. A. 1162; τὰ πεζὰ θηρεύματα Plat. Legg. VII, 823 b.

Greek (Liddell-Scott)

θήρευμα: τό, (θηρεύω) = θήραμα, λάφυρον, λεία, Εὐρ. Ι. Α. 1162. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., κυνήγιον, Πλάτ. Νόμ. 823Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
butin de chasse.
Étymologie: θηρεύω.

Greek Monolingual

το (Α θήραμα) θηρεύω
θήραμα, λεία, λάφυρο
αρχ.
στον πληθ. τὰ θηρεύματα
το κυνήγι.

Greek Monotonic

θήρευμα: -ατος, τό (θηρεύω), = θήραμα, κυνήγι, λεία, θήραμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θήρευμα: ατος τό (= θήραμα)
1) охотничья добыча, улов (σπάνιον θ. λαβεῖν Eur.);
2) pl. охота: τὰ πεζὰ θηρεύματα Plat. охота на сухопутных зверей.