ἡμίφαυλος: Difference between revisions
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμίφαυλος:''' -ον, [[φαύλος]] κατά το ήμισυ, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἡμίφαυλος:''' -ον, [[φαύλος]] κατά το ήμισυ, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμίφαυλος:''' (ῐ) наполовину негодный Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A halfknavish, Luc.Bis Acc.8.
German (Pape)
[Seite 1171] halb schlecht, Luc. bis acc. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίφαυλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ φαῦλος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié vaurien.
Étymologie: ἡμι-, φαῦλος.
Greek Monolingual
ἡμίφαυλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ ή από πολλές απόψεις ή ώς ένα σημείο φαύλος, ο μισοαχρείος.
Greek Monotonic
ἡμίφαυλος: -ον, φαύλος κατά το ήμισυ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίφαυλος: (ῐ) наполовину негодный Luc.