θηριότης: Difference between revisions
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηριότης:''' -ητος, ἡ, [[ζωώδης]] [[φύση]], [[αγριότητα]], [[κτηνωδία]], θηρωδία, [[βαναυσότητα]], σε Αριστ. | |lsmtext='''θηριότης:''' -ητος, ἡ, [[ζωώδης]] [[φύση]], [[αγριότητα]], [[κτηνωδία]], θηρωδία, [[βαναυσότητα]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηριότης:''' ητος ἡ звериная порода, дикость, грубость Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A brutality, Arist.EN1145a17, Metop. ap. Stob.3.1.115.
German (Pape)
[Seite 1210] ητος, ἡ, das thierische Wesen, Arist. Eth. 7, 1, im Ggstz der θεία ἀρετή.
Greek (Liddell-Scott)
θηριότης: -ητος, ἡ, ἡ φύσις τοῦ θηρίου, ἀγριότης, τὸ κτηνῶδες, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 1, Μέτωπος Πυθαγ. παρὰ Στοβ. 10. 11.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
nature de bête sauvage, sauvagerie, brutalité.
Étymologie: θηρίον.
Greek Monolingual
θηριότης, ἡ (Α) θηρίο
1. η φύση του θηρίου, η αγριότητα
2. μτφ. κτηνωδία.
Greek Monotonic
θηριότης: -ητος, ἡ, ζωώδης φύση, αγριότητα, κτηνωδία, θηρωδία, βαναυσότητα, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
θηριότης: ητος ἡ звериная порода, дикость, грубость Arst.