θυηδόχος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(5)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυηδόχος:''' -ον ([[θύος]], [[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται [[λιβάνι]], [[θυμίαμα]] σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θυηδόχος:''' -ον ([[θύος]], [[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται [[λιβάνι]], [[θυμίαμα]] σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θυηδόχος:''' получающий благовония, т. е. служащий для (культовых) курений ([[τράπεζα]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1221] Weihrauch empfangend, τράπεζα Gregor. ep. (VIII, 25).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit des parfums.
Étymologie: θύος, δέχομαι.

Greek Monolingual

θυηδόχος, -ον (Α)
(για πράγματα) αυτός που δέχεται θυμίαμαθυηδόχος τράπεζα», ΑΠ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυη-, μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α' συνθετικό (πρβλ. θυη-πόλος, θυη-φάγος) + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόχος, παραγγελιο-δόχος].

Greek Monotonic

θυηδόχος: -ον (θύος, δέχομαι), αυτός που δέχεται λιβάνι, θυμίαμα σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θυηδόχος: получающий благовония, т. е. служащий для (культовых) курений (τράπεζα Anth.).