ἱματισμός: Difference between revisions
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱμᾰτισμός:''' ὁ ([[ἱματίζω]]), [[ενδυμασία]], [[στολή]], σε Θεόφρ. | |lsmtext='''ἱμᾰτισμός:''' ὁ ([[ἱματίζω]]), [[ενδυμασία]], [[στολή]], σε Θεόφρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱμᾰτισμός:''' (ῑμ) ὁ одежда, платья, одеяние Polyb., Plut., NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ὁ,
A clothing, apparel, Thphr.Char.23.8, Aen.Tact.31.15, SIG1015.35 (Halic., iii B.C.), PHib.1.54(iii B.C.), PCair.Zen.28.1 (iii B.C.), BCH6.24 (Delos, ii B.C.), Plb.11.9.2, Ev.Luc.7.25, Plu. Alex.39: εἱμ- PEleph.1.4(iv B.C.), IG5(1).1390.15 (Andania, i B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1253] ὁ, Bekleidung; Pol. 6, 15, 4 Plut. Al. 39 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμᾰτισμός: ὁ, ἐνδυμασία, στολή, Θεοφρ. Χαρακτ. 6. 15, 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
vêtements, garde-robe.
Étymologie: ἱμάτιον.
English (Strong)
from ἱματίζω; clothing: apparel (X -led), array, raiment, vesture.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱματισμός) ιματίζω
καθετί που χρησιμεύει για να ντύνεται ο άνθρωπος, ο ρουχισμός
νεοελλ.
στρ. το σύνολο τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο.
Greek Monotonic
ἱμᾰτισμός: ὁ (ἱματίζω), ενδυμασία, στολή, σε Θεόφρ.
Russian (Dvoretsky)
ἱμᾰτισμός: (ῑμ) ὁ одежда, платья, одеяние Polyb., Plut., NT.