θυμόμαντις: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(17) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυμόμαντις]], -άντεως, ὁ (Α)<br />αυτός που μαντεύει, που προφητεύει το [[μέλλον]] από δική του [[κρίση]], από την [[ψυχή]] του, αφ' [[εαυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]]. | |mltxt=[[θυμόμαντις]], -άντεως, ὁ (Α)<br />αυτός που μαντεύει, που προφητεύει το [[μέλλον]] από δική του [[κρίση]], από την [[ψυχή]] του, αφ' [[εαυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῡμόμαντις:''' εως ὁ прозорливый умом, предсказывающий на основании здравого смысла (в отличие от [[θεόμαντις]] прорицающий по вдохновению свыше) Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A prophesying from one's own soul, A.Pers. 224 (troch.); cf. θυμόσοφος.
German (Pape)
[Seite 1224] εως, im Geiste ein Seher, mit prophetischem Geiste, Aesch. Pers. 220.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ ἐαυτοῦ ψυχῇ ἔχων τὴν μαντικὴν δύναμιν, (ἄνευ δηλ. ἐμπνεύσεως θείας ὡς ὁ θεόμαντις), Αἰσχύλ. Πέρσ. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «θυμόμαντις˙ ὁ τὸ ἀποβησόμενον συλλογιζόμενος καὶ προγιγνώσκων, ψυχόμαντις, καὶ συνεπῶς προορῶν τὰ ἀποβησόμενα» Ἡσύχ.˙ πρβλ. θυμόσοφος, ψυχόμαντις.
French (Bailly abrégé)
εως;
adj. m.
qui est devin par son cœur ou sa raison (non par l’inspiration divine, θεόμαντις).
Étymologie: θυμός, μάντις.
Greek Monolingual
θυμόμαντις, -άντεως, ὁ (Α)
αυτός που μαντεύει, που προφητεύει το μέλλον από δική του κρίση, από την ψυχή του, αφ' εαυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + μάντις.
Russian (Dvoretsky)
θῡμόμαντις: εως ὁ прозорливый умом, предсказывающий на основании здравого смысла (в отличие от θεόμαντις прорицающий по вдохновению свыше) Aesch.