ἰχνεία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰχνεία:''' ἡ ([[ἴχνος]]), [[ιχνηλασία]] βάσει της μυρωδιάς, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἰχνεία:''' ἡ ([[ἴχνος]]), [[ιχνηλασία]] βάσει της μυρωδιάς, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰχνεία:''' ἡ Xen. = [[ἴχνευσις]].
}}
}}

Revision as of 22:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰχνεία Medium diacritics: ἰχνεία Low diacritics: ιχνεία Capitals: ΙΧΝΕΙΑ
Transliteration A: ichneía Transliteration B: ichneia Transliteration C: ichneia Beta Code: *)ixnei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A casting about for the scent, of hounds, X.Cyn.3.7 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1276] ἡ, das Aufspüren, Xen. Cyn. 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνεία: ἡ, τὸ ἰχνεύειν, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3. 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἴχνευσις.

Greek Monolingual

ἰχνεία, ἡ (Α) ιχνεύω
το να ιχνεύει κανείς, το να αναζητεί τα ίχνη κάποιου, η ἴχνευσις.

Greek Monotonic

ἰχνεία: ἡ (ἴχνος), ιχνηλασία βάσει της μυρωδιάς, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνεία: ἡ Xen. = ἴχνευσις.