καθησυχάζω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[καθησυχάζω]])<br />[[ηρεμώ]], [[γίνομαι]] [[γαλήνιος]] και [[ατάραχος]], καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε [[μόλις]] άκουσε τα νέα» β. «[[ἐπεὶ]] δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να ησυχάσει, [[καταπραΰνω]], [[μαλακώνω]], [[ξαναδίνω]] σε κάποιον την ψυχική [[γαλήνη]] («ο [[γιατρός]] μάς καθησύχασε με τη διάγνωσή του»)<br />αρχ. <b>μέσ.</b> <i>καθησυχάζομαι</i><br />[[ηρεμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡσυχ</i>-<i>άζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἥσυχος]])].
|mltxt=(Α [[καθησυχάζω]])<br />[[ηρεμώ]], [[γίνομαι]] [[γαλήνιος]] και [[ατάραχος]], καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε [[μόλις]] άκουσε τα νέα» β. «[[ἐπεὶ]] δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να ησυχάσει, [[καταπραΰνω]], [[μαλακώνω]], [[ξαναδίνω]] σε κάποιον την ψυχική [[γαλήνη]] («ο [[γιατρός]] μάς καθησύχασε με τη διάγνωσή του»)<br />αρχ. <b>μέσ.</b> <i>καθησυχάζομαι</i><br />[[ηρεμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡσυχ</i>-<i>άζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἥσυχος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθησῠχάζω:''' становиться совершенно спокойным, умолкать Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 22:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθησῠχάζω Medium diacritics: καθησυχάζω Low diacritics: καθησυχάζω Capitals: ΚΑΘΗΣΥΧΑΖΩ
Transliteration A: kathēsycházō Transliteration B: kathēsychazō Transliteration C: kathisychazo Beta Code: kaqhsuxa/zw

English (LSJ)

strengthd. for ἡσυχάζω, Plb.9.32.2, Ph.2.71, BGU 36.14 (Trajan):—Med., fut.

   A καθησυχάσομαι Lyr.Alex.Adesp.4.24.

German (Pape)

[Seite 1285] verstärktes simplex, Pol. 9, 32, 2; schweigen, Plut. Ages. 20.

Greek (Liddell-Scott)

καθησῠχάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἡσυχάζω, Πολύβ. 9. 32, 2, Φίλων 2. 71.

Greek Monolingual

καθησυχάζω)
ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», Πολ.)
νεοελλ.
κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον την ψυχική γαλήνη («ο γιατρός μάς καθησύχασε με τη διάγνωσή του»)
αρχ. μέσ. καθησυχάζομαι
ηρεμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡσυχ-άζω (< ἥσυχος)].

Russian (Dvoretsky)

κᾰθησῠχάζω: становиться совершенно спокойным, умолкать Polyb., Plut.