ἰχνευτής: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰχνευτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ιχνηλάτης]], [[ανιχνευτής]]· ἰχνευτὴς [[κύων]], [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]] που ανιχνεύει και βρίσκει το [[θήραμα]] δια της όσφρησης, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἰχνεύμων]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἰχνευτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ιχνηλάτης]], [[ανιχνευτής]]· ἰχνευτὴς [[κύων]], [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]] που ανιχνεύει και βρίσκει το [[θήραμα]] δια της όσφρησης, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἰχνεύμων]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰχνευτής:''' οῦ adj. m отыскивающий по следу, выслеживающий (σκύλακες Anth.).<br />οῦ ὁ Her. = [[ἰχνεύμων]] 1.
}}
}}

Revision as of 22:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰχνευτής Medium diacritics: ἰχνευτής Low diacritics: ιχνευτής Capitals: ΙΧΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: ichneutḗs Transliteration B: ichneutēs Transliteration C: ichneftis Beta Code: *)ixneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A tracker, hunter, Poll.5.10; of dogs which hunt by scent, ib.17: metaph., Κύπριδος ἰχνευτὰς ἀργυρέους σκύλακας, of money given to a ἑταίρα, AP5.15 (Marc. Arg.): Ἰχνευταί, οἱ, title of a satyric play by Sophocles (cf. v. 298).    2 detective who traces missing persons, PRyl.188.22 (ii A.D.).    II = ἰχνεύμων 1, Hdt.2.67, Nic.Th. 195.

German (Pape)

[Seite 1277] ὁ, der Spürer; κύων, Spürhund, Poll. 5, 10. 17, wie σκύλακες M. Arg. 10 (V, 16). Bei Her. 2, 67 der Ichneumon, wie B. A. 43, 25 u. Nic. Th. 195.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἰχνεύων, Πολυδ. Ε΄, 10. 17· ἰχν. κύων, ὁ διὰ τῆς ὀσφρήσεως εὑρίσκων τὸ θήραμα, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 16· - Ἰχνευταὶ ἦτο ἡ ἐπιγραφὴ σατυρικοῦ δράματος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙΙ. = ἰχνεύμων Ι, ἴδε ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
v. ἰχνεύμων.

Greek Monolingual

ὁ (Α ἰχνευτής) ιχνεύω
ανιχνευτής, ιχνηλάτης
αρχ.
1. στον πληθ. Ἰχνευταί
τίτλος σατυρικού δράματος του Σοφοκλή
2. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα
3. πάπ. εντεταλμένο άτομο που αναζητά ανθρώπους καταζητούμενους
4. είδος ζώου της Αιγύπτου, ο ιχνεύμων.

Greek Monotonic

ἰχνευτής: -οῦ, ὁ,
I. ιχνηλάτης, ανιχνευτής· ἰχνευτὴς κύων, κυνηγετικός σκύλος που ανιχνεύει και βρίσκει το θήραμα δια της όσφρησης, σε Ανθ.
II. = ἰχνεύμων, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνευτής: οῦ adj. m отыскивающий по следу, выслеживающий (σκύλακες Anth.).
οῦ ὁ Her. = ἰχνεύμων 1.