κάρβανος: Difference between revisions
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάρβᾱνος:''' -ον, = [[βάρβαρος]], [[αλλοδαπός]], [[ξένος]], σε Αισχύλ. (ξέν. [[λέξη]]). | |lsmtext='''κάρβᾱνος:''' -ον, = [[βάρβαρος]], [[αλλοδαπός]], [[ξένος]], σε Αισχύλ. (ξέν. [[λέξη]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάρβᾱνος:''' <b class="num">II</b> ὁ чужеземец Aesch.<br />чужестранный, иноземный ([[αὐδά]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = βάρβαρος, outlandish, foreign, A.Supp.914; Χείρ Id.Ag.1061, cf.Lyc.1387: also καρβάν, Hsch.s.v. ἐκαρβάνιζεν; acc. καρβᾶνα, αὐδάν A.Supp.129 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κάρβᾱνος: -ον, = βάρβαρος, ξένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 914 χεὶρ Ἀγ. 1061, πρβλ. Λυκόφρ. 1387· αἰτ. καρβᾶνα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 129. - Καθ' Ἡσύχ.: «κάρβανοι καὶ πισσᾶται, οἱ ἀλφὸν ἢ λέπραν ἔχοντες. Ἕλληνες δὲ τοὺς βαρβάρους, οἱ δὲ τοὺς Κᾶρας».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle une langue étrangère ; barbare.
Étymologie: DELG emprunt certain, mais obscur.
Greek Monolingual
κάρβανος, -ον (Α)
βάρβαρος, ξένος («κάρβανος ὤν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν» — ενώ είσαι βάρβαρος, φέρεσαι με μεγάλη αλαζονεία στους Έλληνες, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρβάν].
Greek Monotonic
κάρβᾱνος: -ον, = βάρβαρος, αλλοδαπός, ξένος, σε Αισχύλ. (ξέν. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
κάρβᾱνος: II ὁ чужеземец Aesch.
чужестранный, иноземный (αὐδά Aesch.).