καταδέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(nl)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-δέομαι smeken iets niet te doen, met gen.: οὐκ ἂν ἐκεινός γε αὐτου καταδεηθείη die kan hem er niet van afgebracht hebben Plat. Ap. 33e.
|elnltext=κατα-δέομαι smeken iets niet te doen, met gen.: οὐκ ἂν ἐκεινός γε αὐτου καταδεηθείη die kan hem er niet van afgebracht hebben Plat. Ap. 33e.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδέομαι:''' <b class="num">I</b> (aor. κατεδεήθην) упрашивать (κ. τινος Plat.).<br /><b class="num">II</b> med. к [[καταδέω]] I.
}}
}}

Revision as of 22:33, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδέομαι Medium diacritics: καταδέομαι Low diacritics: καταδέομαι Capitals: ΚΑΤΑΔΕΟΜΑΙ
Transliteration A: katadéomai Transliteration B: katadeomai Transliteration C: katadeomai Beta Code: katade/omai

English (LSJ)

   A entreat earnestly, c. gen. pers., Pl.Ap.33e, LXXGe. 42.21, al.

German (Pape)

[Seite 1345] (s. δέομαι), sehr bitten; οὐκ ἂν αὐτοῦ καταδεηθείη Plat. Apol. 33 e; öfter in LXX.

Greek (Liddell-Scott)

καταδέομαι: μετὰ γεν. προσ., δέομαι θερμῶς, Λατ. deprecari, Πλάτ. Ἀπολ. 33Ε· πρβλ. καταδέω (Β).

French (Bailly abrégé)

1-οῦμαι;
Moy. de καταδέω¹.
2ao. κατεδεήθην;
supplier.
Étymologie: κατά, δέομαι de δέω².

Greek Monolingual

καταδέομαι (Α)
παρακαλώ θερμά («ὑπερείδομεν τὴν θλῑψιν τῆς ψυχῆς αὐτοῡ, ὅτε κατεδέετο ἡμῶν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δέομαι «παρακαλώ»].

Greek Monotonic

καταδέομαι: αποθ., θερμοπαρακαλώ, Λατ. deprecari, με γεν. προσ., σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δέομαι smeken iets niet te doen, met gen.: οὐκ ἂν ἐκεινός γε αὐτου καταδεηθείη die kan hem er niet van afgebracht hebben Plat. Ap. 33e.

Russian (Dvoretsky)

καταδέομαι: I (aor. κατεδεήθην) упрашивать (κ. τινος Plat.).
II med. к καταδέω I.