κατασκορπίζω: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(19) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κατασκορπώ, -άω (AM [[κατασκορπίζω]])<br />[[σκορπίζω]] εδώ κι [[εκεί]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατασπαταλώ]], [[εξανεμίζω]]. | |mltxt=και κατασκορπώ, -άω (AM [[κατασκορπίζω]])<br />[[σκορπίζω]] εδώ κι [[εκεί]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατασπαταλώ]], [[εξανεμίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασκορπίζω:''' рассеивать, разбрасывать (ἡ [[θάλασσα]] κατεσκόρπισε τὰς δυνάμεις Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A scatter abroad, D.S.24.1.
German (Pape)
[Seite 1379] auseinanderwerfen, zerstören, Eumath. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκορπίζω: παντελῶς σκορπίζω, Διοδ. Ἐκλογ. 507. 5, Εὐμάθ. σ. 102.
Greek Monolingual
και κατασκορπώ, -άω (AM κατασκορπίζω)
σκορπίζω εδώ κι εκεί, διασκορπίζω
νεοελλ.
κατασπαταλώ, εξανεμίζω.
Russian (Dvoretsky)
κατασκορπίζω: рассеивать, разбрасывать (ἡ θάλασσα κατεσκόρπισε τὰς δυνάμεις Diod.).